- ετέρωση
- η (Α ἑτέρωσις) [ετερώ]1. η μεταβολή, η αλλοίωσηνεοελλ.βιολ. το βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι νόθοι απόγονοι τής πρώτης θυγατρικής γενεάς δύο ζωικών ή φυτικών οργανισμών διαφορετικού είδους ή ποικιλίας παρουσιάζουν επιτάχυνση τής αναπτύξεως, αύξηση τών διαστάσεων και τής αντοχής, γονιμότητα κ.λπ. αυξημένη σε σχέση με καθέναν από τους γονείς τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < ετερώ, ενώ ο νεοελλ. αποτελεί αντιδάνειοπρβλ. αγγλ. heterosis < ελλ. ετέρωσις].
Dictionary of Greek. 2013.